Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

η εξελικτική

  • 1 πορεία

    η
    1) ход; движение; ходьба;

    προς τα μπρος πορεία — движение вперёд;

    η εξελικτική πορεία — поступательное движение;

    2) шествие;

    θριαμβική πορεία — триумфальное шествие;

    3) поход;
    4) маршрут, путь; Курс, направление;

    πορεία προς βορραν — курс на север;

    αλλάζω πορεία — менять курс;

    5) трен, процесс, ход; течение, развитие;

    στην πορεία — в процессе, в ходе;

    6) воен. марш, переход;

    πορεία μιάς μέρας — дневной переход;

    σύντονος πορεία — форсированный марш;

    εν πορεία — на марше;

    § φύλλο πορείας — а) путевой лист (шофёра); — б) воен, командировочное предписание; — е) увольнение (с работы)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πορεία

См. также в других словарях:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • εξελικτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέλιξη («εξελικτική μορφή διδασκαλίας», «εξελικτική πορεία τής οικονομίας») 2. αυτός που αποδέχεται τη βιολογική θεωρία τής εξέλιξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Αστήρ τής… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… …   Dictionary of Greek

  • μυθολογία — Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού. Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι… …   Dictionary of Greek

  • σπογγιοβλάστωμα — το, Ν 1. ιατρ. τύπος γλοιώματος με βραδεία εξελικτική τάση, το οποίο εντοπίζεται στο οπτικό νεύρο, στο οπτικό χίασμα ή στο εγκεφαλικό στέλεχος, γι αυτό και συμπεριφέρεται ως κακόηθες νεόπλασμα 2. φρ. α) πολικό σπογγιοβλάστωμα» σπογγιοβλάστωμα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»